- νοσοτρόφος
- νοσοτρόφος, ὁ (Α)αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοσοτροφία — νοσοτροφία, ἡ (Α) [νοσοτρόφος] 1. τρόπος διατροφής κατά τη διάρκεια τής ασθένειας 2. περίθαλψη αρρώστου, νοσηλεία … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek